δικανικότητα

δικανικότητα
η
η ιδιότητα, ο λόγος, το ύφος τού δικηγόρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δικανικός. Η λ. δικανικότης μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”